- ἄδᾳδος
- ἄ-δᾳδος, ohne Kienharz
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
άδαδος — ἄδᾳδος, ον (Α) [δᾷς] (για ξύλο πεύκου) χωρίς δαδί, χωρίς ρετσίνι … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δήλου — Το Μουσείο της Δήλου αποτελεί μοναδικό φαινόμενο. Eίναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της Eλλάδας, και όμως βρίσκεται σ’ ένα άγονο και ακατοίκητο νησί. Στο νησί, όπου σήμερα δεν επιτρέπεται η διανυκτέρευση παρά μόνο στους φύλακες του… … Dictionary of Greek